πιπεράτος

πιπεράτος
[пипэраггос] εκ. приправленный прецем, острый на вкус.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πιπεράτος" в других словарях:

  • πιπεράτος, -η, -ο — πιπεράτος, η, ο,1. αυτός που έχει γεύση ελαφρά καυστική: Τυρί πιπεράτο. 2. μτφ., για λόγο πειραχτικό, «τολμηρό»: Τα λόγια της ήταν πιπεράτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιπεράτος — η, ο / πεπεράτος, ον, ΝΜ [πίπερι] αυτός που έχει καυστική γεύση σαν το πιπέρι, που περιέχει πιπέρι, που πιπερίζει νεοελλ. μτφ. (για λόγο) δηκτικός, πειρακτικός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεπερᾱτον είδος κρασιού με ελαφρώς καφτερή γεύση …   Dictionary of Greek

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • πεπεράτος — ον, Μ βλ. πιπεράτος …   Dictionary of Greek

  • σκαμπρόζικος — η, ο, Ν [σκαμπρόζος] σκανταλιάρικος, πιπεράτος, πικάντικος («σκαμπρόζικο ανέκδοτο») …   Dictionary of Greek

  • piper — PIPÉR, (1, 2) piperi, s.m., (3) s.n. 1. s.m. Plantă tropicală din familia piperaceelor, cu tulpina lungă şi subţire, târâtoare sau agăţătoare, ale cărei fructe, în formă de boabe (negre la maturitate), sunt folosite (ca atare sau pisate) drept… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»